ἀσφαλέως

ἀσφαλέως
ἀσφαλής
not liable to fall
adverbial (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • βαίνω — (AM βαίνω) προχωρώ νεοελλ. εξελίσσομαι, φέρομαι («βαίνει προς βελτίωσιν») αρχ. μσν. βαδίζω, περπατώ μσν. 1. περνώ, διαβαίνω 2. προπορεύομαι αρχ. Ι. 1. ανεβαίνω («ἐπὶ νηός ἔβαινεν», «ἐφ ἵππων βάντες», «ἐπί πῶλον βεβῶσα», «βήσασθαι δίφρον») 2.… …   Dictionary of Greek

  • ԶԳՈՒՇԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0728 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 12c մ. ἁσφαλέως, παρατήρων, διαστέλλων եւն. caute, diligenter, accurate Զգուշութեամբ. զգուշեաւ. ուշի ուշով. խնամով. խորհրդով. *Նայեա՛ց զգուշաբար. Ոսկ. յադամ.: *Զգուշաբար եւ զերկոսին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԶԳՈՒՇԵԱՒ — ( ) NBH 1 0729 Chronological Sequence: 6c մ. ԶԳՈՒՇԵԱՒ ἁσφαλέως, ἁσφαλῶς, ἑπιμελῶς , παρατήρων diligenter, accurate , observans որ եւ ԶԳՈՒՇԱՒ. (ʼի հոլովականէ բառիս Զգոյշ.) Զգուշաբար. զգուշապէս. զգուշութեամբ. ուշ դնելով, փութով խնամոց. խորհրդով.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”